- φάντωρ
- -ορος, ὁ, Ααυτός που επιδεικνύει ή φανερώνει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- τού φαίνω* + επίθημα -τωρ (πρβλ. λυμάν-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιεροφάντωρ — ἱεροφάντωρ, ὁ (Α) (ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεο φάντωρ, ουρανο φάντωρ] … Dictionary of Greek
θεοφάντωρ — θεοφάντωρ, ὁ (Μ) αυτός που αποκαλύπτει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. εκ φάντωρ, ουρανο φάντωρ] … Dictionary of Greek
ουρανοφάντωρ — ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, ορος) (ως προσωνυμία τού Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιερο φάντωρ] … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek